- κατεπίθυμος
- κατεπίθυμος, -ον (Α)αυτός που επιθυμεί κάτι σφοδρά («καὶ ἦν κατεπίθυμος τοῡ συγγενέσθαι μετ' αὐτῆς», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐπί-θυμος «πλήρης επιθυμίας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεπίθυμος — very eager masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
κατεπιθυμώ — κατεπιθυμῶ, έω (Α) [κατεπίθυμος] (επιτ. τ. τού επιθυμώ) επιθυμώ πολύ, έχω σφοδρή επιθυμία … Dictionary of Greek
κατεπιθύμητος — κατεπιθύμητος, ον (Α) 1. πολύ επιθυμητός, περιπόθητος 2. κατεπίθυμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι θύμ ιος «επιθυμητός»] … Dictionary of Greek